Ο «κοινωνικός διάλογος»

Ένα νέο επεισόδιο στο σίριαλ των «κοινωνικών διαλόγων» προσθέτουν σήμερα η κυβέρνηση και οι λεγόμενοι «κοινωνικοί εταίροι». Αυτήν τη φορά, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε το υπουργείο Εργασίας, αντικείμενο «διαλόγου» είναι η νομοθεσία που σχεδιάζεται για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, για τον κατώτατο μισθό και για την επαναλειτουργία του ΟΜΕΔ.
Όπως οι προηγούμενες, έτσι και η σημερινή κυβέρνηση, καλλιεργεί την εντύπωση ότι ο «διάλογος» γίνεται για το καλό των εργαζομένων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα. Ολες οι προηγούμενες ανατροπές στα Εργασιακά και το Ασφαλιστικό κρύβουν από πίσω τους κι έναν «κοινωνικό διάλογο».
Το ίδιο μεθοδεύεται και τώρα. Παρά τις διακηρύξεις και τα μεγάλα λόγια, ο «κοινωνικός διάλογος» που στήνει η κυβέρνηση μεταθέτει στο αόριστο μέλλον κάθε νομοθετική πρωτοβουλία για την αποκατάσταση του κατώτερου μισθού και των Συλλογικών Συμβάσεων και επί της ουσίας δίνει χρόνο και χώρο στους εργοδότες να βάλουν τη δική τους ατζέντα, κρατώντας το κίνημα σε στάση αναμονής.
Αν η κυβέρνηση είχε σκοπό να νομοθετήσει μια κι έξω ακόμα και τα ελάχιστα που υποσχέθηκε προεκλογικά στο λαό, όπως η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τότε γιατί βάζει αυτά τα θέματα στο τραπέζι του «διαλόγου» με τις εργοδοτικές ενώσεις; Είναι φανερό ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
Κι αυτός δεν είναι άλλος από την προσπάθεια της κυβέρνησης να βρει ισοδύναμα υπέρ της εργοδοσίας για οποιοδήποτε μέτρο πάρει που θα αλλάζει το σημερινό καθεστώς σε ό,τι αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού και τις Συλλογικές Συμβάσεις.
Άλλωστε, το ομολόγησε ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας. Στις συναντήσεις που είχε με τους «κοινωνικούς εταίρους», όταν ανέλαβε καθήκοντα στη νέα κυβέρνηση, τους καθησύχαζε ότι ακόμα κι αν φτάσει να νομοθετήσει τα 751 κατώτερο μισθό, αυτό θα γίνει «σταδιακά» και παράλληλα με τη χορήγηση «αντισταθμιστικών» μέτρων για τους επιχειρηματικούς ομίλους, όπως φορολογικά κίνητρα, παραπέρα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, διεύρυνση της τζάμπα εργασίας μέσω προγραμμάτων του ΟΑΕΔ και άλλα. Αντισταθμιστικά που, βεβαίως, πάλι θα πληρώσουν έμμεσα οι εργαζόμενοι.
Αυτά θα μπουν σήμερα στο τραπέζι του «διαλόγου». Και είναι βέβαιο ότι στο τέλος του δρόμου, όταν εργοδότες και εργαζόμενοι κάνουν ταμείο, χαμένοι θα είναι ξανά οι δεύτεροι, αν πατήσουν την μπανανόφλουδα του «κοινωνικού διαλόγου».
Εξάλλου, η κυβέρνηση δεν πρωτοτυπεί στην προσπάθεια να νομιμοποιήσει μέσω του «κοινωνικού διαλόγου» αλλαγές που τελικά ωφελούν την εργοδοσία. Θυμίζουμε ότι σε διάσκεψη που έγινε το Μάρτη στις Βρυξέλλες, με τη συμμετοχή των «κοινωνικών εταίρων» σε επίπεδο ΕΕ, τονίστηκε ότι «στο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, ο κοινωνικός διάλογος μπορεί να συμβάλει σε μια πιο αποτελεσματική εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και της στρατηγικής "Ευρώπη 2020" (...) υποστηρίζει ή ακόμη και οδηγεί τις αλλαγές που απαιτούνται σήμερα σε πολλές χώρες».
Με άλλα λόγια, ο «κοινωνικός διάλογος» είναι χρήσιμος, για να προωθούνται με τις μικρότερες δυνατές αντιδράσεις μέτρα που έχει ανάγκη η τόνωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων, όπως ορίζει η στρατηγική «Ευρώπη 2020». Αυτά τα μέτρα δε γίνεται να υπηρετούν ταυτόχρονα τους εργαζόμενους και τους εργοδότες, να συμφιλιώνουν τα ασυμφιλίωτα συμφέροντά τους.
Στην ταξική συνεργασία και συνεννόηση, το κίνημα έχει συμφέρον να αντιτάξει την κλιμάκωση των ταξικών αγώνων, με αίτημα την αποκατάσταση των απωλειών, το ξήλωμα του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου, την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών. Αυτόν τον αναγκαίο δρόμο αναδεικνύουν Ομοσπονδίες και Συνδικάτα της Αττικής που διοργανώνουν διαμαρτυρία σήμερα στο υπουργείο Εργασίας, ενάντια στον «κοινωνικό διάλογο».
+